- αναποδιάζω
- [ανάποδα]Ι. (μτβ.)1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω-κάτω»5. αλλάζω, μεταβάλλω κάτιΙΙ. (αμτβ.)1. αλλάζω προς το χειρότερο, χειροτερεύω2. συναντώ εμπόδια, αποτυγχάνωΙΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) φέρομαι άσχημα, γίνομαι δύστροπος και κακότροποςΙV. (η παθμτχ. ως επίθ.) αναποδιασμένος -η, -ο1. εξασθενημένος, καχεκτικός2. (για επιχειρήσεις, εργασίες κ.λπ.) αυτός που δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ο μη επιτυχημένος3. δύσθυμος, κακόκεφος4. αντίξοος, δύσκολος5. δύστροπος, ιδιότροπος.
Dictionary of Greek. 2013.